- ὑποχαλινίδια
- ὑποχαλῑνίδια , ὑποχαλινίδιοςunder the bridleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποχαλινίδιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον χαλινό αλόγου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποχαλινιδία (ενν. ἡνία) πιθ. ιμάντας που είναι δεμένος σε κάθε άκρο τού χαλινού και περνάει κάτω από την σιαγόνα τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλινός + κατάλ … Dictionary of Greek